ισοβιότητα

ισοβιότητα
η
το δικαίωμα κάποιου να διατηρεί ένα αξίωμα ή κάποια ιδιότητα σ' όλη του τη ζωή: Ισοβιότητα των δικαστών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοβιότητα — (Νομ.). Νομική σχέση ή κατάσταση η οποία, όταν είναι προορισμένη να διαρκέσει σε όλη τη ζωή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, λέγεται ότι είναι ισόβια. * * * η η ιδιότητα τού ισόβιου, το αμετακίνητο δικαίωμα ή προνόμιο κάποιου να διατηρεί μια… …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”